Κυνηγημένος, παράνομος εθνικιστής,
διωγμένος από τους εχθρούς, επτά χρόνια μακριά κι απ’ την πατρίδα μου,
σκεπτόμουν συχνά το νόημα του προτέρου αγώνος. Έρχονταν κάποιες στιγμές
τραγικής μοναξιάς, που σαν το φάντασμα μετεωριζόμουν επί ματαίω για ν’
αγγίξω την ύλη του πολιτικού ίσαμε τότε έργου, να οσμιστώ την καπνιά των
παλιών μαχών, να γευτώ την αλμύρα του ιδρώτα και του αίματος. Όμως κι
ας μην τα άδραττα, ήξερα πως μόνο τούτα είχαν αξία κι όχι ο πολιτικός
εξορθολογισμός του Μύθου, μήτε τα κομματικά αποτελέσματα…
Φυλακισμένος
αργότερα ως εχθρός του καθεστώτος στα κάτεργα της δημοκρατίας, μ’ όλους
τους εχθρούς σιμά μου, ματαθυμώμουν κείνη την πολιτική μανία του
παρελθόντος και ύστερα από χρόνια χαμογελούσα… «Ό νεαρός φασίστας στο
στρατόπεδό του» έγραφε ο Μπραζιγιάκ «με τους συντρόφους του στην ειρήνη,
που μπορούν να γίνουν οι σύντροφοί του στον πόλεμο, ο νεαρός φασίστας
που τραγουδά, που παρελαύνει, που εργάζεται, που ονειρεύεται, είναι πάνω
απ’ όλα μια χαρούμενη ύπαρξη».
Ναι,
ήμουν κι εγώ πια μια χαρούμενη ύπαρξη. Κι ας μην ήμουν στο στρατόπεδό
μου. Κι ας είχε γεμίσει κείνο ρουφιάνους, δειλούς, προδότες και
καταδότες. Κι ας ήμουν μόνος εναντίον όλων, χωρίς τους οφείλοντες
συντρόφους στην φυλακή. Κι ας μην παρέλαυνα πια με φανφάρες. Ωστόσο
ωνειρευόμουν ξανά, πολεμούσα και πάλι, ματάχυνα το αίμα μου και νικούσα,
είχα σημείο αναφοράς. Είχα την φυλακή μου. Όπως την είχε κι ο
Μπραζιγιάκ… Σ’ εκείνα τα σκοτεινά κελλιά ανεκάλυπτα το «μυστικό
στρατόπεδο» των αληθινών φασιστών. Ενωνόμουν μ’ εκείνους που κάποτε
πέρασαν από κει, με τις σκιές εκείνων που χάθηκαν εκεί, με τους
αγέννητους που θα σιμώσουν εκεί. Σαν το έθνος, όπως έγραφε κι ένας από
τους πνευματικούς οδηγούς του Μπραζιγιάκ, ο Μωρρίς Μπαρρές, που είναι η
κοινότης των νεκρών, των ζώντων και των αγεννήτων, έτσι και για μένα
τότε η στρατιά των εθνικιστών ήταν η βασανισμένη εταιρεία των θανόντων
ηρώων, των ζώντων μαρτύρων και των ασάρκωτων ακόμα παράνομων πολεμιστών
του μέλλοντος. Κι έτσι, τόσο απλά, εγώ που δεν είχα τίποτα, τα είχα στην
φτωχή αγκαλιά μου όλα.
Τι
‘ταν τότε για μένα η πολιτική; Τι ‘ναι για μας πάντα; Ω θεοί, πόσο σας
δοξολογούσα, που με φυλάγατε μακριά απ’ τον συρφετό του κοινοβουλίου και
μου χαρίζατε δράμα. Αυτή ήταν πάντα η πολιτική μας, το ζων θέατρο της
καθ’ εαυτού εμπειρίας κατά την voelkisch θεωρία, η ζώσα πολιτική όπερα
των συναγωνιστών του μεσοπολέμου, ο Kunst Mythos του Ριχάρδου Βάγκνερ,
ένας Βόταν που ζη το αντικαπιταλιστικό δράμα του πατριωτισμού του στο
πεζοδρόμιο, και φυσικά η αισθητικοποίηση της πολιτικής κατά τον
Μπραζιγιάκ. Και πάλι ο φυλακισμένος λογοτέχνης μπροστά μου. Τα λόγια
του σφυροκοπούσαν το είναι μου, ηνιοχούσαν το πνεύμα μου: Ναι, είχε
απόλυτο δίκιο, πως η αισθητική εμπειρία αποτελεί το εμβριθές πεδίο της
πολιτικής. Πως η επιτυχία ή όχι ενός πολιτικού κινήματος είναι λιγώτερο
σημαντική από την σφοδρότητα των εμπειριών της ενότητος σ’ αυτό.
Συνέκρινα τα θλιμμένα ατάλαντα ανθρωπάκια, που παρίσταναν τους
ομοϊδεάτες μου-ελεύθερα, απείραχτα, κοινοβουλευτικά καθώς κυνηγούσαν
ψήφους-με τον ετοιμοθάνατο Τιτάνα, που κήρυττε από το κελλί του
χαμογελαστός ότι η αισθητική εμπειρία της πολιτικής δημιουργεί αρχή και
τέλος εντός της…
…Και
μέσα απ’ το κελλί μου χαμογελούσα και πάλι. Διότι ως πονεμένος φασίστας
ήμουν κι εγώ «πάνω απ’ όλα μια χαρούμενη ύπαρξη». Και δεν ήμουν ο
μόνος. Με τις χειροπέδες, τον φόρτο της μεταγωγής, την αϋπνία, την χλεύη
κάποιων δημοκρατικών σωφρονιστικών υπαλλήλων, το μίσος των αναρίθμητων
αλλοδαπών, τις ίντριγκες των αντιφασιστών κρατουμένων, τα σημάδια στις
γροθιές μου, τις χαρακιές απ’ τα μαχαίρια στις παλάμες μου, τον φόβο
διευθυντών και αρχιφυλάκων για το σκάνδαλο που θα ξεσπούσε αν μιλούσα με
τον άλλον αρχιφασίστα, ναι, μ’ όλα τούτα φορτωμένος, κι ακόμα με
εικοσιένα χρόνια ποινής λόγω των ιδεών μου στην πλάτη μου, βάλθηκα τέλος
να τεντωθώ [...]
η συνέχεια εδώ
από το επερχόμενο βιβλίο του Περίανδρου Ανδρουτσόπουλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου